- τετράμηνος
- -η, -ο / τετράμηνος, -ον, ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. πετράμεινος, -ον, Α1. αυτός που έχει διάρκεια τεσσάρων μηνών («τετράμηνη προθεσμία»)2. αυτός που έχει ηλικία τεσσάρων μηνών («ὗες ὀχεύονται μὲν καὶ ὀχεύουσι τετράμηνοι», Αριστοτ.)3. το ουδ. ως ουσ. το τετράμηνο(ν)χρονικό διάστημα τεσσάρων μηνών, τετραμηνίααρχ.(για έμβρυα) αυτός που αποβλήθηκε μετά από τετράμηνη κύηση.[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)-* + -μηνος (< μήν, μηνός), πρβλ. ἑξά-μηνος].
Dictionary of Greek. 2013.